κητώεις

κητώεις
κητώεις, -εσσα, -εν (Α)
1. (ομηρικό επίθ. τής Λακεδαίμονος) ο γεμάτος κοιλότητες, χαράδρες, σπηλιές («οἵ δ' εἶχον κοίλην Λακεδαίμονα κητώεσσαν», Ομ. Ιλ.)
2. (για τον Δούρειο Ίππο) σπηλαιώδης, κοίλος, κούφιος
3. πελώριος, τεράστιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη ο τ. κητώεσσαν είναι προϊόν μετρικής εκτάσεως < *κητόεσσαν (< κῆτος «χάσμα, βάραθρο» + κατάλ. -όεις, πρβλ. αιματ-όεις, κυματ-όεις) και η σημασία του είναι «με τις σπηλιές, με τα βάραθρα». Κατ' άλλη άποψη πρόκειται για εσφ. γρφ. καιετάεσσαν (< καιέτα «καλαμιά»), οπότε η σημασία είναι «με τα πολλά καλάμια» (πρβλ. και τον χαρακτηρισμό καιετάεις τού ποταμού Ευρώτα). Τέλος, κατ' άλλη άποψη, το επίθ. συνδέεται με τη γλώσσα τού Ησυχίου καιετοί
ἀπὸ τῶν σεισμῶν ρωχμοὶ και με τα καιέτας, καιάδας* (πράγμα που επίσης ταιριάζει για τη Λακεδαίμονα) με σημασία «ο γεμάτος ρωγμές»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κητώεις — full of hollows masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κητώεντα — κητώεις full of hollows neut nom/voc/acc pl κητώεις full of hollows masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κητωέσσῃ — κητώεις full of hollows fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κητώεντος — κητώεις full of hollows masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κητώεσσα — κητώεις full of hollows fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κητώεσσαν — κητώεις full of hollows fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δενδρώεις — δενδρώεις, εσσα, εν (Α) ο δενδρήεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + (επίθημα) ώεις. Το –ω τού επιθήματος οφείλεται σε μετρικούς λόγους (πρβλ. κητώεις)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”